ὑποκειμένους

ὑποκειμένους
ὑπόκειμαι
lie under
perf part mp masc acc pl
ὑπόκειμαι
lie under
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • подълежати — ПОДЪЛЕЖ|АТИ (41), ОУ, ИТЬ гл. 1.Подлежать, подпадать под действие чегол.: Въздьржателѥ. и врѣтищеносьци. и отърочьници. томѹ же подълежать словѹ. имьже и наватиане (ὑπόκεινται) КЕ XII, 192а; не подълежащю ѥмѹ страстию коѥю. нъ волю ѥмѹ имѹщю въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σκληροδερμία — η, Ν ιατρ. χρόνια δερματοπάθεια που σκληραίνει και καθηλώνει το δέρμα στους υποκείμενους σχηματισμούς, με άγνωστη αιτιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerodermia (< σκληρόδερμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • φαγεδαινικός — ή, ό / φαγεδαινικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαγέδαινα] 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαγέδαινα 2. ιατρ. (για έλκος και γενικά για αλλοίωση) αυτός που έχει χαρακτήρα φαγέδαινας, αυτός που επεκτείνεται επιφανειακά, καταστρέφοντας το καλυπτήριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”